Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ - ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟ ΔΙΗΓΗΜΑ, "ΟΤΑΝ Η ΨΥΧΗ ΜΑΤΩΝΕΙ".

 
                                 
 Έτος 1983....Θυμάμαι ένα κορίτσι 18 χρονών με συναισθήματα ανάμικτα, σ’ ένα αεροπλάνο με προορισμό την Ιταλία. Άνοιγα τα φτερά μου για το καινούριο ταξίδι της ζωής μου...το όνειρο!...οι σπουδές!...
Η πρώτη σελίδα αυτής της ζωής ήταν ακόμα άδεια αλλά έμελλε να γεμίσει με μια παράξενη ιστορία...μια ιστορία απ’ αυτές που αφήνουν το στίγμα τους στη ψυχή μας...
Προορισμός μου ήταν η Περούτζια όπου θα με φιλοξενούσε κάποια γνωστή μου, για μια βδομάδα μονάχα, μέχρι να βρω στέγη.
Μια εβδομάδα ήτανε πολύ λίγος χρόνος τελικά.... Οι προσπάθειες μου έπεφταν στο κενό. Οι μέρες έφευγαν γρήγορα και η αγωνία μου είχε φτάσει στα ύψη. Εκείνο το πρωί λοιπόν, πήγα όπως πάντα στην καφετέρια του Πανεπιστημίου, παράγγειλα το αγαπημένο μου ρόφημα, latte macchiato, γάλα με λίγες σταγόνες καφέ δηλαδή...και κάθισα στο πρώτο τραπέζι που βρήκα μπροστά μου, χαμένη στις σκέψεις μου.
- Συγγνώμη, μπορώ να καθίσω στο τραπέζι σου;
Της απάντησα εντελώς αφηρημένα.
- Ναι βέβαια...
Η κοπέλα κάθισε και άρχισε να παίρνει το πρωινό της.
- Συγγνώμη, μήπως σου συμβαίνει κάτι; Φαίνεσαι πολύ σκεφτική ...μου είπε.
Την κοίταξα...
- Καλά είμαι, της είπα, απλά πρέπει να βρω σπίτι επειγόντως και δεν τα καταφέρνω.
Χαμογέλασε...
- Μου επιτρέπεις να σου κάνω μια πρόταση; με ρώτησε.
- Ναι βέβαια!...απάντησα.
-Κοίτα... Έχω ένα διαμέρισμα στο οποίο ζω μόνη μου. Το κληρονόμησα από μια θεία. Θα ήθελα μια συγκάτοικο. Θα σε ενδιέφερε;
-Ναι!... της είπα χαρούμενη. Δεν είχες άλλη συγκάτοικο μέχρι τώρα;
Με κοίταξε σκεφτική.
-Θα σου πω την αλήθεια. Ναι, είχα συγκάτοικους, αλλά φύγανε γιατί το διαμέρισμα έχει...ένα φάντασμα!
Σκεφτόμουνα χαμογελώντας ότι στην κατάσταση που βρισκόμουν, πολύ ευχαρίστως θα έμενα και με τον Κόμη Δράκουλα.
-Καλά, δεν πειράζει, θα είμαστε τρεις…της είπα γελώντας.
Το όνομα της ήταν Μπιάνκα, κλασσική ιταλίδα... και με υποδέχτηκε με περίσσια χαρά. Όλα πήγαιναν καλά. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία στο διαμέρισμα εκτός από κάποιες στιγμές που είχαμε μερικά ξαφνικά και ανεξήγητα σπασίματα ποτηριών αλλά αυτό δεν με επηρέαζε καθόλου.
Το διαμέρισμα ήταν επιπλωμένο με παλιά έπιπλα, μάλλον της θείας της Μπιάνκα και διάφορα μπιμπελό αντίκες. Πάνω από το τζάκι υπήρχε ένα πολύ όμορφο ρολόι, που δεν δούλευε όμως. Τους τοίχους στόλιζαν πίνακες που απεικόνιζαν σκηνές περασμένων εποχών.
-Δεν μου λες, είπε η Μπιάνκα, τις βαλίτσες σου γιατί δεν τις βάζεις στο πατάρι να ελευθερωθεί λίγος χώρος;
Αυτό έκανα.
Μπαίνοντας στο πατάρι, μια ιδέα ρίγους πέρασε την σπονδυλική μου στήλη  αλλά πήρα μια βαθιά αναπνοή και προχώρησα. Βόλεψα τις βαλίτσες σε μια γωνιά και γυρίζοντας να φύγω η ματιά μου έπεσε σε ένα κουτί κρυμμένο κάτω από τα ξύλα του πατώματος. Έσκυψα και το πήρα. Το άνοιξα και μέσα υπήρχε ένα ημερολόγιο με ένα ροζ τριαντάφυλλο στο εξώφυλλο του.
-Δικό σου είναι αυτό; ρώτησα την Μπιάνκα λίγο αργότερα.
-Όχι που το βρήκες;
-Στο πατάρι.
-Ε διάβασε το! Μπορεί να είναι του φαντάσματος... μου είπε γελώντας.
Αποφάσισα να το διαβάσω το βραδάκι.
Το ημερολόγιο ήταν ενός κοριτσιού...της Πάολα!
Η καθημερινότητα της, οι φίλες της, τα όνειρα της...Διαβάζω...

1η Ιουλίου 1892
Πηγαίνω στη γιαγιά μου. Την λατρεύω την γιαγιά όπως και τους ανθρώπους του πανέμορφου χωριού της. Και αυτοί με αγαπούν πολύ. Με γνωρίζουν από μωρό παιδί. Δεν βλέπω την ώρα να τους συναντήσω.

4η Ιουλίου 1892
Είναι όλα καταπληκτικά. Ο Ματτέο έχει γίνει άντρας. Νομίζω του αρέσω. Και εγώ όταν τον βλέπω νιώθω παράξενα.

5η Ιουλίου 1892
Ο Ματτέο και οι υπόλοιποι θα πάνε για διασκέδαση το βράδυ στην παραλία. Με κάλεσαν και εμένα.

6η Ιουλίου 1892
Νιώθω ευτυχία και φόβο. Ψες πήγα με τον Ματτέο στην παραλία. Ήταν και τα υπόλοιπα παιδιά. Η νύχτα ήταν μαγευτική. Τρώγαμε, πίναμε και τραγουδούσαμε γύρω από την φωτιά. Ήταν όλα τόσο όμορφα...Η ώρα πέρασε...Τα παιδιά άρχισαν να γίνονται ζευγαράκια και να απομακρύνονται. Ο Ματτέο μου ζήτησε να περπατήσομε και δέχτηκα. Είχαμε απομακρυνθεί αρκετά όταν μου πήρε το χέρι και με κοίταξε στα μάτια.
-Έχεις γίνει πολύ όμορφη!...μου είπε.
Του χαμογέλασα αμήχανα.
Άρχισε να με χαϊδεύει απαλά. Δεν ξέρω γιατί δεν τραβήχτηκα. Μου άρεσε το άγγιγμα του. Αναστάτωνε όλο μου το κορμί...Η άμμος ήτανε ζεστή κάτω από το γυμνό μου κορμί και ο απόηχος της θάλασσας αντηχούσε σαν ερωτικό τραγούδι στα αυτιά μου. Δεν μπορώ να περιγράψω τα συναισθήματα μου. Ήταν κάτι σαν τρέλα, πολύ δυνατό, πιο πάνω από τον ίδιο μου τον εαυτό...Θέλω να μείνω για πάντα μαζί του.

18η  Ιουλίου 1892
Είμαι απελπισμένη! Βρίσκομαι στο σπίτι μου. Οι γονείς μου έμαθαν τα πάντα και έχουν αντιδράσει πολύ άσχημα. Ο Ματτέο με ζήτησε σε γάμο και αυτοί δεν δέχτηκαν. Η ζωή μου έχει γίνει κόλαση. Θέλουν να με στείλουν σε μοναστήρι. Εγώ δεν θέλω...Θέλω να μείνω για πάντα στο σπίτι μου.

Η επόμενη σελίδα ήταν κενή, όπως και οι υπόλοιπες...εδώ είχε σταματήσει να γράφει.

Το πρωί ο θόρυβος των παντζουριών με ξύπνησε απότομα. Σηκώθηκα. Θυμόμουν πολύ καλά ότι τα είχα κλείσει το προηγούμενο βράδυ.
-Θα τ΄ άνοιξε ο αέρας...σκέφτηκα.
Προς μεγάλη μου έκπληξη η μέρα ήταν ηλιόλουστη και οπωσδήποτε δεν φυσούσε.
-Η Πάολα θα ήταν...είπα μονολογώντας.
Κατέβηκα στην γειτονιά. Ήμουν αποφασισμένη να κάνω τον ντεντέκτιβ γι΄ αυτό και πήγα στου Φράνκο. Ο Φράνκο διατηρούσε ένα μαγαζάκι απ΄ αυτά που πουλούν κάθε λογής αντικείμενα για το νοικοκυριό. Ήτανε περήφανος για την επιχείρηση του και πάντα έλεγε ότι η οικογένεια του ζούσε σε αυτή τη γειτονιά εδώ και κάμποσες γενεές.
Του είπα για το ημερολόγιο.
-Ναι!...Την θυμάμαι την ιστορία, μου την διηγήθηκε ο παππούς μου!...αναφώνησε.
-Τι απέγινε η Πάολα; τον ρώτησα.
-Αυτοκτόνησε, έπεσε από το παράθυρο, μου είπε.
Γύρισα στο διαμέρισμα αναστατωμένη και ανέβηκα στο πατάρι. Εκεί, μέσα στις σκόνες την βρήκα. Μια παλιά φωτογραφία μιας όμορφης κοπέλας με ρούχα εποχής Την έβαλα σε μια κορνίζα. Την τοποθέτησα πάνω από το τζάκι.
-Εδώ θα μείνεις Πάολα...για πάντα, είπα.
Το ρολόι άρχισε ξαφνικά να δουλεύει.
Η μικρή πορτούλα του άνοιξε και ένα ξύλινο πουλί άρχισε να αναγγέλλει την ώρα.
Ήταν ένα χελιδόνι. Χαμογέλασα...
-Ένα χελιδόνι δεν φέρνει την Άνοιξη λέμε...σκέφτηκα...Όμως ίσως να την έφερα σε αυτή την βασανισμένη ψυχή και αυτό να ήταν το ευχαριστώ της.
-Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει Πάολα, ψιθύρισα.
Τα παντζούρια δεν ξανάκαναν θόρυβο.
Τα ποτήρια δεν έσπασαν ποτέ πια...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου